πώληση

πώληση
(Νομ.). Αμφοτεροβαρής ενοχική σύμβαση (ενοχή) που αποβλέπει στη μεταβίβαση της κυριότητας κινητού ή ακίνητου πράγματος ή δικαιώματος από ένα πρόσωπο (πωλητή) σε ένα άλλο (αγοραστή) αντί καταβολής ενός χρηματικού, κατά κύριο τουλάχιστον λόγο, ανταλλάγματος (τιμήματος). Τη σύμβαση της π. (αγοραπωλησίας, κατά το παλαιότερο βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο) διέπουν σήμερα τα άρθρα 513 – 572 του A.K., τα οποία καλύπτουν και την απλή ανταλλαγή πραγμάτων. Για το κύρος της σύμβασης π. απαιτείται φυσικά σύμπτωση θελήσεων πωλητή και αγοραστή ως προς το πράγμα (ή το δικαίωμα) και το τίμημα, αλλά δεν απαιτείται κατ’ αρχήν τήρηση ορισμένου τύπου, εκτός από τις περιπτώσεις όπου ο νόμος προβλέπει ρητά το αντίθετο (π.χ. συμβολαιογραφικό έγγραφο για τη μεταβίβαση ακινήτου για την π. κληρονομιάς κλπ.). Στις περισσότερες άλλωστε περιπτώσεις της κοινής συναλλαγής, η συμφωνία εξυπακούεται με την απλή παράδοση του πράγματος από τον πωλητή και την καταβολή του τιμήματος από τον αγοραστή. Δεν είναι ανάγκη να συμπέσει η μεταβίβαση της κυριότητας με την πώληση, όπως π.χ. όταν ο πωλητής δεν έχει ακόμα στην κυριότητά του το πράγμα. Γενικά, σε όλες τις περιπτώσεις η σύμβαση π. δεν έχει ως λειτουργία τη μεταβίβαση της κυριότητας, αλλά απλώς αποβλέπει σε αυτή· και από τη σύμβαση δημιουργούνται συνεπώς ενοχικά μόνο δικαιώματα και αξιώσεις. Για το κύρος της σύμβασης π. απαιτείται το πράγμα ή το δικαίωμα να είναι επιδεκτικά συναλλαγής. Δεν μπορούν π.χ. να γίνουν αντικείμενο π. τα προσωποπαγή δικαιώματα του οικογενειακού δικαίου. Ο πωλητής έχει την υποχρέωση να μεταβιβάσει την κυριότητα ή το δικαίωμα ελεύθερα από δικαιώματα τρίτων· οφείλει επίσης να γνωρίσει στον αγοραστή τα τυχόν υπάρχοντα βάρη και να παραδώσει το πράγμα και τα παραρτήματα του πράγματος, όπως υπάρχουν κατά τον χρόνο της π. Σε ορισμένες περιπτώσεις προβλέπονται και ειδικότερες υποχρεώσεις του πωλητή (συσκευασία, αποστολή κλπ.). Ο αγοραστής έχει την υποχρέωση να μεταβιβάσει την κυριότητα των χρημάτων στον πωλητή, αλλά το τίμημα μπορεί και να πιστωθεί (να καταβληθεί αργότερα άτοκα) με συμφωνία των μερών. Αντίστροφα, ο αγοραστής οφείλει να παραλάβει το πράγμα που του παραδίδεται κανονικά. Τα έξοδα και τέλη βαρύνουν και τους δύο συμβαλλόμενους (αλλά η δαπάνη μεταγραφής ακίνητου βαρύνει τον αγοραστή). Ο A.K. προβλέπει ότι τον κίνδυνο τυχαίας καταστροφής ή μείωσης της αξίας του πράγματος επωμίζεται κατά κανόνα ο αγοραστής από τη στιγμή της παράδοσης του πράγματος (μερικές φορές και πριν από την παράδοση). Ο πωλητής ευθύνεται πάντως κατά τις γενικές διατάξεις του A.K. και ο αγοραστής δικαιούται να ζητήσει την αναστροφή της π. (ανατροπή των αποτελεσμάτων από την αρχή) και τη μείωση του τιμήματος. Ο A.K. προβλέπει ορισμένα ιδιαίτερα είδη π.: επί δοκιμή (υπό την αίρεση ότι θα εγκριθεί από τον αγοραστή), σύμφωνο εξωνήσεως (δικαίωμα ανάληψης του πράγματος από τον πωλητή μέσα σε ορισμένη προθεσμία με καταβολή του συμφωνημένου τιμήματος), πώληση κατά δόσεις, σύμφωνο επιφύλαξης της κυριότητας κλπ. Οι εμπορικές και ναυτικές π. αποτελούν επίσης ιδιαίτερα είδη π. και διέπονται ειδικότερα από το εμπορικό και το ναυτικό δίκαιο. Στην περίπτωση της ανταλλαγής, όπου αντί τιμήματος προσφέρεται άλλο πράγμα, εφαρμόζονται οι κανόνες της πώλησης. Ο καθένας από τους συμβαλλόμενους λογαριάζεται ως πωλητής για το πράγμα που δίνει και αγοραστής για εκείνο που παίρνει. Πωλητής και αγοραστής σε σουπερμάρκετ της Γαλλίας (φωτ. ΑΠΕ). Έπαυλη στο κέντρο του Λονδίνου, που βγήκε προς πώληση το 2001 αντί του ποσού των 121 εκατομ. δολλαρίων (φωτ. ΑΠΕ). Αγοραπωλησία μετοχών στο Χρηματιστήριο της Φρανκφούρτης (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
η / πώλησις, -ήσεως, ΝΑ, και πούληση Ν [πωλῶ / πουλώ]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πωλώ, η παροχή ενός πράγματος σε κάποιον έναντι τιμήματος
νεοελλ.
1. (νομ.) αμφοτεροβαρής σύμβαση με την οποία ο ένας από τους συμβαλλομένους, ο πωλητής, αναλαμβάνει την υποχρέωση μεταβίβασης τής κυριότητας και παράδοσης τής κατοχής ενός πράγματος ή δικαιώματος στον άλλο, τον αγοραστή, ο οποίος αναλαμβάνει αντίστοιχα την υποχρέωση να καταβάλει το τίμημα που συμφώνησαν
2. φρ. α) «αντικείμενο πώλησης»
(νομ.) κάθε οικονομικό αγαθό δεκτικό συναλλαγής και μεταβίβασης
β) «τίμημα πώλησης»
(νομ.) το συγκεκριμένο ποσό χρημάτων που συμφωνούν οι συμβαλλόμενοι ως αντάλλαγμα για την μετάθεση τής κυριότητας τού πωλουμένου πράγματος ή δικαιώματος
γ) «πώληση με δοκιμή»
(νομ.) πώληση τής οποίας η ισχύς εξαρτάται απόλυτα από την προηγούμενη εξέταση και έγκριση τού πωλουμένου από τον αγοραστή
δ) «πώληση με δόσεις και επιφύλαξη κυριότητας»
(νομ.) πώληση με πρόσθετη συμφωνία ότι ο πωλητής αποδεσμεύεται από την υποχρέωσή του να μεταβιβάσει την κυριότητα τού πωλουμένου πριν από την αποπληρωμή τού τιμήματος
ε) «πώληση λειανική»
(οικον.) πώληση αγαθών, συνήθως μικρής ποσότητας, και υπηρεσιών στους καταναλωτές
στ) «πώληση χονδρική»
(οικον.) πώληση εμπορευμάτων, συνήθως σε μεγάλες ποσότητες και σχεδόν πάντοτε σε κόστος πολύ χαμηλότερο από τη μέση λειανική τιμή, σε πρόσωπα άλλα εκτός τών λειανοπωλητών
ζ) «πώληση με ταχυδρομείο»
(οικον.) μέθοδος εμπορίας όπου η προσφορά τού πωλητή γίνεται ταχυδρομικώς, μέσω μαζικής κυκλοφορίας καταλόγου ή μέσω διαφήμισης σε εφημερίδα ή σε περιοδικό, και ο αγοραστής απευθύνει την παραγγελία του ταχυδρομικώς
η) «πωλήσεις ακαθάριστες»
(οικον.) το συνολικό ποσό τών τιμολογίων πώλησης χωρίς να αφαιρεθούν οι επιστροφές και οι εκπτώσεις
θ) «πωλήσεις καθαρές»
(οικον.) το συνολικό ποσό τών πωλήσεων μετά την αφαίρεση τών επιστροφών και τών εκπτώσεων
ι) «πώληση αναγκαστική»
(νομ.) πώληση σε πλειστηριασμό στο πλαίσιο τής αναγκαστικής εκτέλεσης
ια) «πώληση εικονική»
(νομ.) ανειλικρινής, ανύπαρκτη και πλασματική πώληση με χαρακτηριστικό της την εικονικότητα
ιβ) «πώληση με εξώνηση»
(νομ.) πώληση κατά την οποία ο πωλητής έχει δικαίωμα να πάρει πίσω το αγαθό που πούλησε, αλλά με συμφωνημένο τίμημα και μέσα σε ορισμένη προθεσμία
ιγ) «πώληση με πίστωση»
(νομ. -οικον.) πώληση κατά την οποία ο πωλητής δίνει στον αγοραστή ορισμένη προθεσμία για την καταβολή τού τιμήματος
ιδ) «πώληση με προμήθεια»
(νομ. -οικον.) πώληση που γίνεται από παραγγελιοδόχο, αντιπρόσωπο ή μεσίτη με αντάλλαγμα ορισμένη αμοιβή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πώληση — πώληση, η και πούληση, η η πράξη του πωλώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πωλήσῃ — πωλήσηι , πώλησις selling fem dat sg (epic) πωλέομαι go up and down aor subj mp 2nd sg πωλέομαι go up and down fut ind mp 2nd sg πωλέω sell aor subj mid 2nd sg πωλέω sell aor subj act 3rd sg πωλέω sell fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόσεις, πώληση με- — Ειδική μορφή καταναλωτικής πίστωσης, που επιτρέπει στον αγοραστή να αποκτήσει ένα εμπόρευμα καταβάλλοντας στον πωλητή μόνο ένα μέρος της τιμής του, με την υποχρέωση να πληρώσει το υπόλοιπο σε έναν καθορισμένο αριθμό δόσεων, σε κανονικά διαστήματα …   Dictionary of Greek

  • κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… …   Dictionary of Greek

  • αγοραπωλησία — Η πράξη της αγοράς και της πώλησης. Υπάρχουν πολλών ειδών α., αλλά οι πιο αντιπροσωπευτικές του όρου είναι εκείνες που γίνονται στα χρηματιστήρια. Οι κυριότερες είναι: η α. με προθεσμία, η α. επί δώρω, η α. τοις μετρητοίς και η α. σταθερά. Η… …   Dictionary of Greek

  • δελτίο — Έντυπο φύλλο χαρτιού που περιέχει σημαντικές πληροφορίες· συνοπτική έκθεση που προέρχεται από αρχή ή υπηρεσία και προορίζεται για ανακοίνωση· κάρτα με σημειώσεις. δ. αποστολής. Νομότυπο έγγραφο που συμπληρώνεται εις τριπλούν και συνοδεύει το… …   Dictionary of Greek

  • δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… …   Dictionary of Greek

  • εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… …   Dictionary of Greek

  • ποτοαπαγόρευση — Κίνηση που εκδηλώθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής κατά τα τέλη του περασμένου αιώνα για την απαγόρευση της παραγωγής, της πώλησης και της κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών. Από το 1871 χρονολογείται η πρώτη νόμιμη απαγόρευση, στην… …   Dictionary of Greek

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”